Τον θεώρησαν μεγάλο ταλέντο που αδίκησε τον εαυτό του. Αλλά ίσως τελικά να τον αδίκησαν οι… αντικειμενικές συνθήκες
Βασίλης Κρίτσας, αναδημοσίευση από τη σελίδα http://www.katiousa.gr/
Πολλοί λένε ότι θα μπορούσε να γίνει ένα λαμπρό αστέρι, αλλά υποτίμησε τον εαυτό του. Η αλήθεια όμως είναι πως ίσως να τον υποτίμησαν και οι… αντικειμενικές συνθήκες, που ευνοούν ή δυσχεραίνουν το έργο του υποκειμενικού παράγοντα. Ο Παναγιώτης Λιαδέλης είχε μεγάλο επιθετικό ταλέντο σε μια εποχή που άλλαζε μορφή το μπάσκετ και φόρεσε μερικές από τις πιο βαριές φανέλες στην Ελλάδα, αλλά τις πέτυχε στο κακό τους φεγγάρι, κάτι που έκανε τελικά τη διαφορά και στο αποτύπωμα που άφησε στο ελληνικό μπάσκετ.
Γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1974 στην πόλη του Βόλου, όπου ζει και σήμερα. Έκανε τα πρώτα αγωνιστικά βήματα στον Ολυμπιακό Βόλου και μπήκε γρήγορα στο στόχαστρο μεγάλων ομάδων που ξεχώρισαν το ταλέντο του, για να τον κερδίσει ο Άρης, ο οποίος έψαχνε ήδη τον διάδοχο του Γκάλη και κάποιον για να χτίσει πάνω του τη νέα ομάδα. Κάποιοι μάλιστα τον φώναζαν κιόλας “Γκάλη”, σε μια τελείως άδικη σύγκριση που έριχνε σκιά στην αξία του και δύσκολα θα μπορούσε να την αντέξει οποιοσδήποτε. Ευτυχώς που δεν τον είπαν και Τζόρνταν, γιατί δάγκωνε τη γλώσσα του, όταν εκτελούσε ελεύθερες βολές -που δεν ήταν το δυνατό του σημείο.
Στον αντίποδα, ο Λιαδέλης είχε στους κίτρινους φανέλα βασικού πριν καν κλείσει τα 20 χρόνια του -το νο 5 που φορούσε πριν ο Γιαννάκης. Το βασικό του παρατσούκλι ήταν το “λιονταράκι”, γιατί είχε τόλμη, πάθος, τρομερή διείσδυση, χωνόταν στη ρακέτα και πάλευε με τα θηρία, βγαίνοντας κατά κανόνα νικητής, χάρη στο άλμα και τη δύναμή του.
Ο Άρης δεν ήταν πια ο Αυτοκράτορας του μπάσκετ αλλά έδινε κάτι από τη λάμψη του στη φουρνιά των 90’ς. Η ομάδα είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και σκαμπανεβάσματα, πήρε όμως δύο ηρωικούς τίτλους, που έμειναν στην ιστορία. Το Κύπελλο Κόρατς το 97′, με τον θρίαμβο μες στην Προύσα και τον Λιαδέλη να κάνει τον πιλότο στο αεροπλάνο της επιστροφής. Και το Κύπελλο Ελλάδας το 98′, με τον ημιδιαλυμένο Άρη να παίζει στο κοινό του ως αουτσάιντερ και να κλέβει τον τίτλο από το τέως ΠΟΚ, με τον Λιαδέλη να βγαίνει MVP του τελικού ενάντια στην ΑΕΚ.
Το καλοκαίρι του 2000 ο Λιαδέλης κουράζεται από την οικονομική αφερεγγυότητα του Άρη και κάνει ίσως το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του -όπως λέει ο ίδιος. Φεύγει από τους κίτρινους, αλλά δεν αλλάζει πόλη, γιατί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τη Θεσσαλονίκη… Πηγαίνει στον ΠΑΟΚ του Μπατατούδη, που παίζει Ευρωλίγκα και θεωρητικά μπορεί να χτυπήσει τον τίτλο. Στην επιστροφή του ως αντίπαλος, οι κίτρινοι τον υποδέχονται σαν προδότη, την ίδια περίπου περίοδο που η Μπάρτσα υποδέχεται με αντίστοιχο τρόπο τον Φίγκο στο Καμπ Νου. Ενώ όταν έφυγε, δεχόταν δυσάρεστες επισκέψεις από οπαδούς του Άρη κάτω από το σπίτι του -τους οποίους αναδρομικά θα δικαιολογήσει!
Στο δικέφαλο ο Λιαδέλης θα βρει τα ίδια οικονομικά προβλήματα που χαντακώνουν την προοπτική της ομάδας και φεύγει πρώτη φορά στο εξωτερικό, όπου βρίσκει τη δική του μπασκετική Ιθάκη. Παίρνει το νταμπλ στη Ρωσία με την Ουράλ Γκρέιτ, που σπάει την κυριαρχία της ΤΣΣΚΑ. Αργότερα θα παίξει στους τελικούς της ACB με τη Βαλένθια και θα πάρει κι άλλους εγχώριους τίτλους -που του έλειψαν στην Ελλάδα- με την Αζοβμάς Μαριούπολ στην Ουκρανία.
Ενδιάμεσα φόρεσε τη φανέλα του Μακεδονικού, του Ολυμπιακού και του Απόλλωνα Πατρών. Στους ερυθρόλευκους είχε μερικές μαγικές βραδιές, όπως τους 33 πόντους απέναντι στη Βαλένθια -την παλιά του ομάδα, όπου έχασε μόλις μια βολή και ούτε ένα σουτ εντός παιδιάς. Έπεσε όμως στα μαύρα χρόνια του Ολυμπιακού και σε μια ομάδα που είχε συσσωρεύσει ταλέντο αλλά δυσκολευόταν να βρει χημεία και πατήματα, με παίκτες που ήθελαν μία μπάλα μόνοι τους -όπως ο Λιαδέλης και ο Διαμαντόπουλος, που ουσιαστικά έπαιζαν στην ίδια θέση και έμειναν στην ιστορία ως οι μεγάλες ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του ελληνικού μπάσκετ.
Το “λιονταράκι” κατέγραψε αρκετές συμμετοχές ως διεθνής, αλλά δεν είχε την πορεία που θα περίμενε κανείς στην Εθνική και μια βασική αιτία για αυτό είναι οι τραυματισμοί που ταλαιπώρησαν τον παίκτη -στάθηκε όμως τυχερός μες στην ατυχία του, γιατί δεν του έκοψαν την καριέρα. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση, ο τραυματισμός του το καλοκαίρι του 99′, που τον άφησε έξω από το Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας, με την Εθνική του Κώστα Πετρόπουλου να τερματίζει τελευταία και καταϊδρωμένη στη Ντιζόν, χωρίς να ξεπερνά ποτέ τις σοβαρές απώλειες παικτών που είχε.
Στα 35 του ο Λιαδέλης αποσύρεται από την ενεργό δράση. Ο ίδιος λέει πως ήταν οδυνηρή απόφαση και ξεκόβει τελείως από το μπάσκετ, για να την χωνέψει. Επιστρέφει όμως στα τοπικά ερασιτεχνικά της Θεσσαλίας και ονομάζει το δικό του καφέ στο Βόλο “Παλέ”, για να θυμάται τα παλιά. Ενώ θα πει ότι είναι πολύ δύσκολο για τους παίκτες που τελειώνουν την καριέρα τους να προσαρμοστούν, γιατί πρέπει να πάρουν αποφάσεις και βλέπουν ότι δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό που έκαναν…