Μάνος Ανδρουλάκης
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ https://sport-retro.gr/
Όπως ίσως να έχετε καταλάβει, το Sport-Retro.gr έχει μία αδυναμία στα θρυλικά ντέρμπι των 80s (με αρχές 90s) μεταξύ του Άρη και του ΠΑΟΚ.
Γκάλης, Μπάνε, Γιαννάκης, Φασούλας, Σούμποτιτς, «Ξανθός», «Παλέ», κίτρινο, ασπρόμαυρο, «πότε-ποτέ» και πολλά άλλα ονόματα/φράσεις συνθέτουν αυτό το «πορτοκαλί» θεσσαλονικιώτικο κοκτέιλ.
Ένα κοκτέιλ που δεν θα ξεθυμάνει ποτέ, καθώς η μεθυστική του γεύση μεταδόθηκε μέσω του Βαρδάρη σε όλη την Ελλάδα και από τις αναθυμιάσεις του το μπάσκετ απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον.
Προτού, όμως, αρχίσουν οι ομηρικές μάχες μεταξύ των «κιτρίνων» και των «ασπρόμαυρων», το εγχώριο ντέρμπι είχε εκπρόσωπο από την Αθήνα.
Ο Παναθηναϊκός των αρχών της δεκαετίας του 1980 ήταν πολύ ισχυρός με παίκτες όπως ο Τάκης Κορωναίος, ο Ντέιβιντ Στεργάκος, ο Λιβέρης Ανδρίτσος και ο Κυριάκος Βίδας.
Τα πρωταθλήματα του 1980, του 1981, του 1982 και του 1984 (το τελευταίο στο μπαράζ της Κέρκυρας με αντίπαλο τον Άρη), καθώς και τα δύο Κύπελλα (1982, 1983) μαρτυρούν ότι οι «πράσινοι» αποτελούσαν το κορυφαίο σύνολο στην Ελλάδα.
Ο Άρης, από την πλευρά του, είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1983, αλλά οι ήττες στο μπαράζ τίτλου και τον τελικό Κυπέλλου (από τον ΠΑΟΚ) του 1984 τον είχαν πεισμώσει για τα καλά.
Με την έλευση του Παναγιώτη Γιαννάκη, όμως, οι «κίτρινοι» του Γιάννη Ιωαννίδη ανέβηκαν επίπεδο και άρχισαν να σαρώνουν τους εγχώριους τίτλους για αρκετά χρόνια.
Το πρώτο νταμπλ του Άρη καταγράφηκε τη σεζόν 1984-85 και η τελετή παράδοσης-παραλαβής από τον Παναθηναϊκό έγινε στον τελικό Κυπέλλου της 9ης Μαΐου.
Τότε που ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης επικράτησε 86-70, υπό το βλέμμα περίπου 13.000 θεατών στον δεύτερο μπασκετικό αγώνα που πραγματοποιήθηκε στο νεότευκτο ΣΕΦ (σ.σ. ο πρώτος ήταν ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της ίδιας χρονιάς μεταξύ της Τσιμπόνα και της Ρεάλ Μαδρίτης).
«Ο Παναθηναϊκός είναι μια μεγάλη ομάδα και πάντα παλεύει γιατί έχει μάθει να κάνει πρωταθλητισμό, αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα να παραδώσει σε μας τα σκήπτρα του».
Τάδε έφη Παναγιώτης Γιαννάκης στον Χάρη Αλευρόπουλο, στιγμές πριν από την απονομή του Κυπέλλου Ελλάδας στον Άρη. Ο «δράκος» δικαιώθηκε…
ΑΡΗΣ (Γιάννης Ιωαννίδης): Γιαννάκης 37, Γκάλης 34, Χριστοφάκης, Φιλίππου 7, Κοκολάκης 6, Ρωμανίδης 2, Παραμανίδης, Δοξάκης, Σταμάτης, Τσιτάκης.
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ (Μιχάλης Κυρίτσης): Στεργάκος 17, Ιωάννου 2, Παπαπέτρου 4, Βασιλαντωνάκης, Ματθαιακάκης, Κορωναίος 10, Βίδας 17, Ανδρίτσος 13, Σκροπολίθας 7, Καρανάσος.
Διαιτητές: Τσολακίδης-Κουμπούρης.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 32 ετών από το 1ο Κύπελλο του Άρη και κατ’ επέκταση το 1ο νταμπλ, το Sport-Retro.gr επικοινώνησε με τον Μιχάλη Ρωμανίδη.
Ο διεθνής φόργουορντ αγωνίστηκε στους «κίτρινους» από το 1980 μέχρι το 1992, κοινώς βίωσε όλες τις ένδοξες στιγμές με τους αλλεπάλληλους τίτλους και τις 3 διαδοχικές συμμετοχές σε Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
-Στην ανδρική ομάδα άρχισες να παίζεις το 1980. Ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες που θυμάσαι;
«Σιγά-σιγά φτιάχτηκε μία ομάδα με νέα παιδιά και κάποιους πιο έμπειρους παίκτες. Με την παρουσία και του Γκάλη ανεβήκαμε επίπεδο. Εκτός από μένα εκείνη την περίοδο ήρθαν ο Δοξάκης, ο Σταμάτης και άλλοι, οι οποίοι πήραμε ευκαιρίες με προπονητή τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Από παλιότερους η ομάδα διέθετε τον Ανανιάδη, τον Χωλόπουλο, τον Παραμανίδη, τον Διαμαντή Σκόνδρα… Σταδιακά αρχίσαμε να «δένουμε» και να αποκτούμε κάποια δυναμική, όπως αποδείχθηκε και στην πορεία».
-Κατακτήσατε το πρωτάθλημα του 1983, αλλά την επόμενη χρονιά ηττηθήκατε στο μπαράζ τίτλου από τον Παναθηναϊκό και στον τελικό Κυπέλλου από τον ΠΑΟΚ.
«Με τον ερχομό του Γιαννάκη, σε συνδυασμό με την παρουσία του Νίκου Φιλίππου, ο οποίος ήρθε από τα Γιάννινα, η ομάδα άρχισε να δυναμώνει. Μπήκαν τα απαιτούμενα κομμάτια στο παζλ, ήρθε ο Κοκολάκης, ήρθε ο Γκρεγκ Γουίλτζερ ο Καναδός…
Εκείνη την εποχή ο Άρης διέθετε 4 διεθνείς άσους. Ήμασταν ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φιλίππου κι εγώ. Αυτό από μόνο του μαρτυρούσε ότι πλέον η ομάδα ανήκε στην ελίτ του ελληνικού μπάσκετ».
-Η «αποκαθήλωση» του Παναθηναϊκού επισημοποιήθηκε στον τελικό Κυπέλλου της 9ης Μαΐου 1985.
«Σε εκείνο το ματς μόνο ο Γιαννάκης με τον Γκάλη είχαν βάλει όσους πόντους είχε βάλει όλος ο Παναθηναϊκός (σ.σ. και ακόμα έναν). Πώς ήταν δυνατόν να χάσουμε; (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες, αλλά το ΣΕΦ ήταν γεμάτο, οι υποστηρικτές μας χιλιάδες και η νίκη εύκολη».
-Ένας εξαίρετος συνάδελφος μού αποκάλυψε ότι έκανες προπονήσεις ακόμα και το Μεγάλο Σάββατο, πριν από την Ανάσταση;
«Ποιος εγώ; (γέλια). Πράγματι, αφιερώναμε πάρα πολλές ώρες. Το μπάσκετ χρειάζεται όρεξη, διάθεση κι επειδή εγώ κλήθηκα στην Εθνική σε μικρή ηλικία, οι προσδοκίες ήταν περισσότερες. Έκανα προπονήσεις τα Σαββατοκύριακα, τα καλοκαίρια πήγαινα με τα πόδια στο Ποσειδώνιο Αθλητικό Κέντρο, που η απόσταση ήταν 2-3 χιλιόμετρα…».
O Mιχάλης Ρωμανίδης με τον Νίκο Γκάλη
-Νίκος Γκάλης. Παναγιώτης Γιαννάκης.
«Με τον Γκάλη έμενα πολλά χρόνια στο ίδιο δωμάτιο και στον Άρη και στην Εθνική. Έβγαζε προς τα έξω ότι είναι λίγο κλειστός και ιδιόρρυθμος, αλλά ήταν πολύ καλό παιδί. Αρκετά ήρεμος και πολύ επαγγελματίας. Μετέφερε το πνεύμα του νικητή και στους νεότερους. Φυσικά, δεν χρειάζεται καν να σχολιάσω την αξία του.
Το ίδιο και ο Γιαννάκης. Ένας εξαιρετικός παίκτης που συνέβαλε πολύ στην εδραίωση του Άρη στην κορυφή. Και οι δύο σκοτώνονταν ακόμα και στην προπόνηση. Αυτό από μόνο του νομίζω ότι τα λέει όλα για το πάθος αυτής της ομάδας».
-Τα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ;
«Ζούσε όλη η πόλη γι’ αυτά. Δεν ήταν απλά ματς, ήταν αγώνες που έκριναν πρωταθλήματα. Με τον Νίκο Σταυρόπουλο έκανα πολύ παρέα και πήγαινα συνέχεια στο σπίτι του, αλλά τις τελευταίες 15 ημέρες πριν από τα ντέρμπι δεν βρισκόμασταν καθόλου για να μην σχολιάζουν διάφορα. Το ίδιο και ο Νίκος Φιλίππου με τον Παναγιώτη Φασούλα. Όσο πλησίαζε το ντέρμπι, οι παρέες χάνονταν για δυο εβδομάδες».
-Γιατί ο Άρης δεν κατέκτησε κι ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών;
«Νομίζω ότι ένας από τους λόγους ήταν πως δεν είχαμε αρκετά δυνατό 5άρι. Ο Γουίλτζερ ήταν καλός παίκτης, αλλά όχι τόσο αθλητικός, ώστε να καθαρίσει τα ριμπάουντ και να δώσει το κατιτίς παραπάνω. Περιφερειακά ήμασταν ισχυροί με την έλευση και του Σούμποτιτς.
Αν το δούμε χρονικά, πάντως, η Μιλάνο στη Γάνδη ήταν μια πολύ έμπειρη ομάδα με Μάκαντου, Ντ’Αντόνι. Μετά η Γιουγκοπλάστικα αποτελούσε ένα αχτύπητο σύνολο που πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών και στο Μόναχο και στη Σαραγόσα. Με Ράτζα, Κούκοτς, Σόμπιν, Ιβάνοβιτς, Σάβιτς, Περάσοβιτς… Τι να πεις γι’ αυτήν την ομάδα».
-Όταν σκέφτεσαι εκείνη την εποχή τι σου έρχεται στο μυαλό;
«Όλες οι στιγμές είχαν την ιδιαιτερότητά τους. Μιλάμε για 8 πρωταθλήματα και 6 Κύπελλα, αμέτρητες νίκες, ευρωπαϊκές μάχες, ντέρμπι… Εκτός, όμως, από καλή ομάδα, ήμασταν και παρέα εκτός γηπέδων. Θυμάμαι μετά από νίκες μας που πηγαίναμε σε ένα μικρό νυχτερινό κέντρο με λίγους φιλάθλους και τη διοίκηση για να διασκεδάσουμε. Μοναδικές στιγμές».
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΜΑΤΣ ?